- κατάρριζος
- και κατάριζος, -η, -ο (AM κατάρριζος, -ον)(για φυτά) αυτός που έχει πολλές και μεγάλες ρίζες οι οποίες εισχωρούν βαθιά στη γη.επίρρ...κατάρριζα και κατάριζα (Μ κατάρριζα)νεοελλ.1. από τη ρίζα, σύρριζα2. στη ρίζα τού βουνού, στη βάσημσν.δίπλα στη ρίζα.
Dictionary of Greek. 2013.